gat

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

gat (it)

  1. (θηλαστικό ζώο) (διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια) γάτα



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

gat (ca)



Λομβαρδικά (lmo)

Ουσιαστικό

gat

  1. (θηλαστικό ζώο) γάτα



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

gat (nl)

Συγγενικά



Πιεμοντέζικα (pms)

Ουσιαστικό

gat

  1. (θηλαστικό ζώο) γάτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.