τρούπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρούπα οι τρούπες
      γενική της τρούπας των τρουπών
    αιτιατική την τρούπα τις τρούπες
     κλητική τρούπα τρούπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρούπα < τρύπα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾu.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρούπα

Ουσιαστικό

τρούπα θηλυκό

Συγγενικά

επώνυμα:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.