άτρυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτρυπος η άτρυπη το άτρυπο
      γενική του άτρυπου της άτρυπης του άτρυπου
    αιτιατική τον άτρυπο την άτρυπη το άτρυπο
     κλητική άτρυπε άτρυπη άτρυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτρυποι οι άτρυπες τα άτρυπα
      γενική των άτρυπων των άτρυπων των άτρυπων
    αιτιατική τους άτρυπους τις άτρυπες τα άτρυπα
     κλητική άτρυποι άτρυπες άτρυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτρυπος < α- + τρύπα + -ος

Επίθετο

άτρυπος, -η, -ο

  1. που δεν έχει τρύπα
  2. που δεν έχει τρυπηθεί
     συνώνυμα: ατρύπητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.