εξαερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξαερισμός | οι | εξαερισμοί |
| γενική | του | εξαερισμού | των | εξαερισμών |
| αιτιατική | τον | εξαερισμό | τους | εξαερισμούς |
| κλητική | εξαερισμέ | εξαερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.e.ɾiˈzmos/
Συνώνυμα
- αερισμός
- εξαέριση
Μεταφράσεις
εξαερισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
