αεροτρύπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
      γενική του αεροτρύπανου των αεροτρύπανων
    αιτιατική το αεροτρύπανο τα αεροτρύπανα
     κλητική αεροτρύπανο αεροτρύπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροτρύπανο < αερο- + τρυπάνι + -ο (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air drill

Ουσιαστικό

αεροτρύπανο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.