καπνός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | καπνός | οι | καπνοί | τα | καπνά |
| γενική | του | καπνού | των | καπνών | των | καπνών |
| αιτιατική | τον | καπνό | τους | καπνούς | τα | καπνά |
| κλητική | καπνέ | καπνοί | καπνά | |||
| Οι «καπνοί» για το αέριο, τα «καπνά» για το φυτό. | ||||||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||

Καπνοί από ηφαίστειο.

Καπνός (Nicotiana rustica)

Κατεργασμένος καπνός
Ετυμολογία
- καπνός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καπνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πνός
Ουσιαστικό
καπνός αρσενικό
- (πληθυντικός: οι καπνοί) μείγμα από αέρια και στερεά σωματίδια άνθρακα, το οποίο είναι αποτέλεσμα της καύσης ενός σώματος. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η πυκνότητα, η αδιαφάνεια και η χαρακτηριστική οσμή
- (πληθυντικός: τα καπνά) (φυτό) (ετερογενές) μονοετές, ποώδες φυτό με μεγάλα ωοειδή φύλλα, τα οποία περιέχουν νικοτίνη και μετά από ξήρανση και κατεργασία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τσιγάρων, πούρων κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το προϊόν από αποξηραμένα και κατεργασμένα φύλλα καπνού, το οποίο καπνίζεται ή μασιέται
Εκφράσεις
- γίνομαι καπνός : εξαφανίζομαι
- δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά : κάθε φήμη περιέχει ένα ποσοστό αλήθειας
- προπέτασμα καπνού : πυκνά σύννεφα καπνού που παράγονται για να κρύψουν τις κινήσεις ενός στρατεύματος από τον εχθρό
- (μεταφορικά) καθετί που αποκρύπτει ή συγκαλύπτει ή παραπλανεί
- τι καπνό φουμάρει(;) : ποιος είναι ο χαρακτήρας του/της (;)
Συγγενικά
Σύνθετα
- καπνο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καπνο- στο Βικιλεξικό
όπως
- άκαπνος
- καπναγωγός
- καπναποθήκη
- καπνέλαιο
- καπνέμπορος
- καπνεργάτης
- καπνεργατικός
- καπνεργοστάσιο
- καπνοβιομηχανία
- καπνοβόρος
- καπνογόνος
- καπνοδοχοκαθαριστής
- καπνοδόχος
- καπνοθάλαμος
- καπνοθήκη
- καπνοκαλλιέργεια
- καπνοκοπτήριο
- καπνομάγαζο
- καπνομίχλη
- καπνοπαραγωγή
- καπνοπαραγωγός
- καπνοπωλείο
- καπνοπώλης
- καπνοσακούλα
- καπνοσυλλέκτης
- καπνοσύριγγα
- καπνοτόπι
- καπνόφυλλο
- καπνοφυτεία
- καπνοχώραφο
Σημειώσεις
Το ουσαστικό αυτό σχηματίζει 2 τύπους πληθυντικού εκ των οποίων τον ένα σε ουδέτερο γένος. Αυτοί είναι οι καπνοί και τα καπνά. Το 2ο τον χρησιμοποιούμε μόνον όταν αναφερόμαστε στο φυτό του καπνού κι όχι στα αεριώδη προϊόντα της καύσεως.
-
καπνός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μείγμα αερίων και σωματιδίων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.