καπνομίχλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνομίχλη οι καπνομίχλες
      γενική της καπνομίχλης των καπνομιχλών
    αιτιατική την καπνομίχλη τις καπνομίχλες
     κλητική καπνομίχλη καπνομίχλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνομίχλη < καπνός + -ο- + ομίχλη ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) smog < smoke + fog)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pnoˈmi.xli/

Ουσιαστικό

καπνομίχλη θηλυκό

  • η αιθαλομίχλη
    Τον τελευταίο καιρό εμφανίζεται, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, νέφος καπνομίχλης (όπως το ονομάζει το ΥΠΕΚΑ). Αναφέρεται επίσης ότι το νέφος εμφανίζεται ιδιαίτερα τις βραδινές ώρες και οφείλεται στην αυξημένη χρήση για καύση σε τζάκια και ξυλόσομπες βιομάζας, δηλαδή καυσόξυλων και προϊόντων ξυλείας. (*)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.