καπνοφυτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνοφυτεία οι καπνοφυτείες
      γενική της καπνοφυτείας των καπνοφυτειών
    αιτιατική την καπνοφυτεία τις καπνοφυτείες
     κλητική καπνοφυτεία καπνοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοφυτεία < καπνός + -ο- + φυτεία
Καπνοφυτεία στο Μαλάουι.

Ουσιαστικό

καπνοφυτεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.