καπνίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνίλα οι καπνίλες
      γενική της καπνίλας
    αιτιατική την καπνίλα τις καπνίλες
     κλητική καπνίλα καπνίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνίλα < καπν(ός) + -ίλα

Ουσιαστικό

καπνίλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.