κατεργασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατεργασία | οι | κατεργασίες |
| γενική | της | κατεργασίας | των | κατεργασιών |
| αιτιατική | την | κατεργασία | τις | κατεργασίες |
| κλητική | κατεργασία | κατεργασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατεργασία < (ελληνιστική κοινή) κατεργασία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατεργασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.