καπναγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπναγωγός οι καπναγωγοί
      γενική του καπναγωγού των καπναγωγών
    αιτιατική τον καπναγωγό τους καπναγωγούς
     κλητική καπναγωγέ καπναγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπναγωγός < καπνός + αγωγός (Λέξη του 1853)

Επίθετο

καπναγωγός, -ός, -ό

Ουσιαστικό

καπναγωγός αρσενικό

  1. καπνοδόχος
  2. ο σωλήνας που συνδέει τον λέβητα με την καπνοδόχο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.