καπνεργατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπνεργατικός η καπνεργατική το καπνεργατικό
      γενική του καπνεργατικού της καπνεργατικής του καπνεργατικού
    αιτιατική τον καπνεργατικό την καπνεργατική το καπνεργατικό
     κλητική καπνεργατικέ καπνεργατική καπνεργατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπνεργατικοί οι καπνεργατικές τα καπνεργατικά
      γενική των καπνεργατικών των καπνεργατικών των καπνεργατικών
    αιτιατική τους καπνεργατικούς τις καπνεργατικές τα καπνεργατικά
     κλητική καπνεργατικοί καπνεργατικές καπνεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καπνεργατικός < καπνεργάτης + -ικός

Επίθετο

καπνεργατικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον καπνεργάτη ή την κατεργασία καπνού ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) καπνεργατικά: αμοιβή καπνεργάτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.