ντουμάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουμάνι τα ντουμάνια
      γενική του ντουμανιού των ντουμανιών
    αιτιατική το ντουμάνι τα ντουμάνια
     κλητική ντουμάνι ντουμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική duman

Προφορά

ΔΦΑ : /duˈma.ni/

Ουσιαστικό

ντουμάνι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.