καπνοδοχοκαθαριστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπνοδοχοκαθαριστής οι καπνοδοχοκαθαριστές
      γενική του καπνοδοχοκαθαριστή των καπνοδοχοκαθαριστών
    αιτιατική τον καπνοδοχοκαθαριστή τους καπνοδοχοκαθαριστές
     κλητική καπνοδοχοκαθαριστή καπνοδοχοκαθαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοδοχοκαθαριστής < καπνοδόχ(ος) + -ο- + καθαριστής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chimney sweep

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pno.ðo.xo.ka.θa.ɾiˈstis/

Ουσιαστικό

καπνοδοχοκαθαριστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.