προϊόν

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προϊόν τα προϊόντα
      γενική του προϊόντος των προϊόντων
    αιτιατική το προϊόν τα προϊόντα
     κλητική προϊόν προϊόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προϊόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής προϊών (από το προέρχομαι)

Ουσιαστικό

προϊόν ουδέτερο

  1. αυτό που παράγεται (σε κάποιον τομέα της οικονομίας)
    γεωργικό προϊόν, βιομηχανικό προϊόν
  2. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα
    η μοναξιά είναι προϊόν του σύγχρονου τρόπου ζωής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.