καπνοθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καπνοθάλαμος | οι | καπνοθάλαμοι |
| γενική | του | καπνοθαλάμου & καπνοθάλαμου |
των | καπνοθαλάμων |
| αιτιατική | τον | καπνοθάλαμο | τους | καπνοθαλάμους & καπνοθάλαμους |
| κλητική | καπνοθάλαμε | καπνοθάλαμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καπνοθάλαμος αρσενικό
-
Smokebox στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
καπνοθάλαμος
- καπνοθάλαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.