καπνοθάλαμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπνοθάλαμος οι καπνοθάλαμοι
      γενική του καπνοθαλάμου
& καπνοθάλαμου
των καπνοθαλάμων
    αιτιατική τον καπνοθάλαμο τους καπνοθαλάμους
& καπνοθάλαμους
     κλητική καπνοθάλαμε καπνοθάλαμοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοθάλαμος < καπνός + -ο- + θάλαμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική boîte à fumée[1])

Ουσιαστικό

καπνοθάλαμος αρσενικό

Συγγενικά

  • Smokebox στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.