καύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καύση | οι | καύσεις |
| γενική | της | καύσης* | των | καύσεων |
| αιτιατική | την | καύση | τις | καύσεις |
| κλητική | καύση | καύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καῦσις < καίω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική combustion
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkaf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καύ‐ση
Ουσιαστικό
καύση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του κάψιμο
- (χημεία) η χημική αντίδραση ενός καυσίμου με οξυγόνο και η συνακόλουθη παραγωγή ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κ.λπ.)
- (βιοχημεία) (συνήθως στον πληθυντικό: καύσεις) η οξείδωση του άνθρακα των τροφών και η συνακόλουθη ελάττωση του λίπους που βρίσκεται στους ιστούς
- (μηχανική) το κάψιμο τους καυσίμου σε μια μηχανή, για την παραγωγή ενέργειας που μετατρέπεται σε κίνηση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καίω
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
καύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.