καύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καύση οι καύσεις
      γενική της καύσης* των καύσεων
    αιτιατική την καύση τις καύσεις
     κλητική καύση καύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καῦσις < καίω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική combustion

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkaf.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καύση

Ουσιαστικό

καύση θηλυκό

  1. (λόγιο) άλλη μορφή του κάψιμο
  2. (χημεία) η χημική αντίδραση ενός καυσίμου με οξυγόνο και η συνακόλουθη παραγωγή ενέργειας (μηχανικής, θερμικής κ.λπ.)
  3. (βιοχημεία) (συνήθως στον πληθυντικό: καύσεις) η οξείδωση του άνθρακα των τροφών και η συνακόλουθη ελάττωση του λίπους που βρίσκεται στους ιστούς
  4. (μηχανική) το κάψιμο τους καυσίμου σε μια μηχανή, για την παραγωγή ενέργειας που μετατρέπεται σε κίνηση

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη καίω

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.