καπνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καπνικός | η | καπνική | το | καπνικό |
| γενική | του | καπνικού | της | καπνικής | του | καπνικού |
| αιτιατική | τον | καπνικό | την | καπνική | το | καπνικό |
| κλητική | καπνικέ | καπνική | καπνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καπνικοί | οι | καπνικές | τα | καπνικά |
| γενική | των | καπνικών | των | καπνικών | των | καπνικών |
| αιτιατική | τους | καπνικούς | τις | καπνικές | τα | καπνικά |
| κλητική | καπνικοί | καπνικές | καπνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καπνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον καπνό (καλλιέργεια, επεξεργασία, εμπόριο) ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καπνός
- καπνικόν
- κάπνιος
Μεταφράσεις
καπνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.