καπνοσύριγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνοσύριγγα οι καπνοσύριγγες
      γενική της καπνοσύριγγας των καπνοσυρίγγων
    αιτιατική την καπνοσύριγγα τις καπνοσύριγγες
     κλητική καπνοσύριγγα καπνοσύριγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοσύριγγα < καπνός + σύριγγα

Ουσιαστικό

καπνοσύριγγα θηλυκό

  1. η πίπα
  2. το μαρκούτσι του ναργιλέ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.