καπνοβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καπνοβιομηχανία | οι | καπνοβιομηχανίες |
| γενική | της | καπνοβιομηχανίας | των | καπνοβιομηχανιών |
| αιτιατική | την | καπνοβιομηχανία | τις | καπνοβιομηχανίες |
| κλητική | καπνοβιομηχανία | καπνοβιομηχανίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπνοβιομηχανία < καπνός + βιομηχανία
Ουσιαστικό
καπνοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία που επεξεργάζεται καπνό, παράγοντας τσιγάρα και παρεμφερή είδη
Μεταφράσεις
καπνοβιομηχανία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.