καπναποθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καπναποθήκη | οι | καπναποθήκες |
| γενική | της | καπναποθήκης | των | καπναποθηκών |
| αιτιατική | την | καπναποθήκη | τις | καπναποθήκες |
| κλητική | καπναποθήκη | καπναποθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

καπναποθήκη στη Ναζαρέτ (1940)
Μεταφράσεις
καπναποθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.