ηφαίστειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηφαίστειο τα ηφαίστεια
      γενική του ηφαιστείου
& ηφαίστειου
των ηφαιστείων
    αιτιατική το ηφαίστειο τα ηφαίστεια
     κλητική ηφαίστειο ηφαίστεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Έκρηξη σε ηφαίστειο.

Ετυμολογία

ηφαίστειο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἡφαίστειον, Ἡφαίστειον, από το 1812[1] < αρχαία ελληνική Ἥφαιστ(ος) + -ειον > -ειο (μεταφραστικό δάνειο από τη λατινική Volcanus·[2] Δείτε και την αρχαία ελληνική Ἡφαιστεῖον < Ἥφαιστος)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈfe.sti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηφαίστειο

Ουσιαστικό

ηφαίστειο ουδέτερο

  1. (γεωλογία) άνοιγμα ή ρωγμή στο φλοιό της Γης ή άλλου πλανήτη, από όπου, συχνά, εκρέουν ή εκρήγνυνται ατμός και ρευστά πετρώματα στην επιφάνεια με την μορφή λάβας
  2. (συνεκδοχικά) το βουνό ή ο λόφος που σχηματίζεται από στερεοποιημένα υλικά που έχουν αναβλύσει γύρω από το παραπάνω άνοιγμα ή ρήγμα
  3. (μεταφορικά) τόπος ή κατάσταση με μεγάλες συγκρούσεις και πιέσεις
    μετά τα τελευταία σκάνδαλα το κόμμα μοιάζει με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί
  4. (μεταφορικά) άνθρωπος με εκρηκτικό ταμπεραμέντο και θερμή ερωτική συμπεριφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ἡφαίστειον - σελ. 462, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. ηφαίστειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.