καπνοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καπνοπώλης | οι | καπνοπώλες |
| γενική | του | καπνοπώλη | των | καπνοπωλών |
| αιτιατική | τον | καπνοπώλη | τους | καπνοπώλες |
| κλητική | καπνοπώλη | καπνοπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pnoˈpo.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πνο‐πώ‐λης
Ουσιαστικό
καπνοπώλης αρσενικό (θηλυκό καπνοπώλισσα)
- (επάγγελμα) επαγγελματίας που ασχολείται με την πώληση προϊόντων καπνού και ειδών χρήσιμων στους καπνιστές
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καπνοπώλης
|
Αναφορές
- καπνοπώλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.