καπνοπώλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καπνοπώλης οι καπνοπώλες
      γενική του καπνοπώλη των καπνοπωλών
    αιτιατική τον καπνοπώλη τους καπνοπώλες
     κλητική καπνοπώλη καπνοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοπώλης < καπνο- +-πώλης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.pnoˈpo.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπνοπώλης

Ουσιαστικό

καπνοπώλης αρσενικό (θηλυκό καπνοπώλισσα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.