καπνιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καπνιά | οι | καπνιές |
| γενική | της | καπνιάς | των | καπνιών |
| αιτιατική | την | καπνιά | τις | καπνιές |
| κλητική | καπνιά | καπνιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καπνιά < καπνός
Ουσιαστικό
καπνιά θηλυκό
- μαύρη στάχτη που εναποτίθεται σε διάφορες επιφάνειες (τοίχους, καπνοδόχους), που παράγεται από την ατελή καύση των καύσιμων ουσιών
- φυτοπαθολογία: νόσος των φυτών γνωστή επιστημονικά ως άνθρακας αραβοσίτου άλλως ερυσίβη, δαυλίτης.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.