καπνιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπνιά οι καπνιές
      γενική της καπνιάς των καπνιών
    αιτιατική την καπνιά τις καπνιές
     κλητική καπνιά καπνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνιά < καπνός

Ουσιαστικό

καπνιά θηλυκό

  1. μαύρη στάχτη που εναποτίθεται σε διάφορες επιφάνειες (τοίχους, καπνοδόχους), που παράγεται από την ατελή καύση των καύσιμων ουσιών
  2. φυτοπαθολογία: νόσος των φυτών γνωστή επιστημονικά ως άνθρακας αραβοσίτου άλλως ερυσίβη, δαυλίτης.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.