καπνογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καπνογόνος | η | καπνογόνος & καπνογόνα |
το | καπνογόνο |
| γενική | του | καπνογόνου | της | καπνογόνου & καπνογόνας |
του | καπνογόνου |
| αιτιατική | τον | καπνογόνο | την | καπνογόνο & καπνογόνα |
το | καπνογόνο |
| κλητική | καπνογόνε | καπνογόνε & καπνογόνα |
καπνογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καπνογόνοι | οι | καπνογόνοι & καπνογόνες |
τα | καπνογόνα |
| γενική | των | καπνογόνων | των | καπνογόνων | των | καπνογόνων |
| αιτιατική | τους | καπνογόνους | τις | καπνογόνους & καπνογόνες |
τα | καπνογόνα |
| κλητική | καπνογόνοι | καπνογόνοι & καπνογόνες |
καπνογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καπνογόνος < καπν(ός) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fumigène)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.pnoˈɣo.nos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.