καπνά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο καπνός οι καπνοί τα καπνά
      γενική του καπνού των καπνών των καπνών
    αιτιατική τον καπνό τους καπνούς τα καπνά
     κλητική καπνέ καπνοί καπνά
Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνά < δεύτερος τύπος πληθυντικού του αρσενικού «ο καπνός»

Ουσιαστικό

καπνά ουδέτερο στον πληθυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.