tabacco
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- tabacco < (άμεσο δάνειο) ισπανική tabaco και παλαιότερη tobago < γλώσσα Ινδιάνων της Αμερικής[1], πιθανόν η Arawak λέξη tsibati των ιθαγενών της Αϊτής, μάλλον με παρετυμολόγηση με το όνομα του νησιού Tobago[2]. Κατ' άλλη άποψη η ισπανική λέξη < αραβικά طَبَاق (Tabaaq) (είδος βοτάνου) ή طُبَاق (Tubaaq).[3]
- νέα ελληνικά: ταμπάκο
- τουρκικά: tömbeki
Αναφορές
- ταμπάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- طَبَاق - Lane, Edward William, Arabic-English Lexicon
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.