ετερογενές

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ετερογενές

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ετερογενές τα ετερογενή
      γενική του ετερογενούς των ετερογενών
    αιτιατική το ετερογενές τα ετερογενή
     κλητική ετερογενές ετερογενή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ετερογενές ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.