καπνοπωλείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνοπωλείο τα καπνοπωλεία
      γενική του καπνοπωλείου των καπνοπωλείων
    αιτιατική το καπνοπωλείο τα καπνοπωλεία
     κλητική καπνοπωλείο καπνοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνοπωλείο < καπνοπώλης + -είο

Ουσιαστικό

καπνοπωλείο ουδέτερο

  • κατάστημα εξειδικευμένο στην πώληση προϊόντων καπνού και ειδών χρήσιμων στους καπνιστές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.