καπνοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καπνοπαραγωγή | οι | καπνοπαραγωγές |
| γενική | της | καπνοπαραγωγής | των | καπνοπαραγωγών |
| αιτιατική | την | καπνοπαραγωγή | τις | καπνοπαραγωγές |
| κλητική | καπνοπαραγωγή | καπνοπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.