οσμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οσμή | οι | οσμές |
| γενική | της | οσμής | των | οσμών |
| αιτιατική | την | οσμή | τις | οσμές |
| κλητική | οσμή | οσμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οσμή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀσμή
Ουσιαστικό
οσμή θηλυκό
- ιδιαίτερο χαρακτηριστικό υλικών σωμάτων που γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση της όσφρησης κατά τρόπο ευχάριστο ή δυσάρεστο
Συνώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
οσμ-
οσμ-
- αγριόδυοσμος, αγριοδυόσμος
- βαρύοσμος
- βασιλικόδυοσμος
- ανοσμία
- άνοσμος
- αοσμία
- άοσμος
- αποσμητικό
- αποσμητικός
- δυόσμος
- δυσοσμία
- δύσοσμος
- ευοσμία
- εύοσμος
- ηδύοσμος
- κακοσμία
- κάκοσμος
- οσμηρός
- οσμηρότητα
- όσμηση
- οσμίδρωση
- οσμιδρωσία
- οσμίζομαι
- οσμικός
- όσμιο
- οσμογόνος
- οσμογράφος
- οσμολογία
- οσμομέτρηση
- οσμομετρία
- οσμομετρικός
- οσμόμετρο
- οσμοσκόπιο
- πανεύοσμος
- πολυοσμία
- πολύοσμος
- υποσμία
- υπεροσμία
- φτωχοδυόσμος
- → δείτε και τη λέξη όζω
Πηγές
- οσμή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οσμή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.