καπνόφυλλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπνόφυλλο τα καπνόφυλλα
      γενική του καπνόφυλλου των καπνόφυλλων
    αιτιατική το καπνόφυλλο τα καπνόφυλλα
     κλητική καπνόφυλλο καπνόφυλλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπνόφυλλο < καπνός + φύλλο

Ουσιαστικό

καπνόφυλλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.