καπνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπνίζω < αρχαία ελληνική καπνός
Σημειώσεις
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈpni.zo/
Ρήμα

τσιγάρο που καίγεται και καπνίζει
καπνίζω
- (για καύσιμη ύλη που καίγεται ή για το χώρο όπου καίγεται) βγάζω, αναδίδω καπνό
- καπνίζουν τα ξύλα / οι καμινάδες
- κρεμώ κρέας, ψάρι, τυρί ή άλλες τροφές πάνω από τον καπνό ξύλων που καίγονται με σκοπό τη συντήρησή τους
- (συνήθως στην παθητική φωνή) κάνω κάτι να μαυρίσει, να μουντζουρωθεί από την καπνιά
- μπορείτε να κοιτάξετε την έκλειψη του ήλιου καπνίζοντας ένα γυαλί
Εκφράσεις
- καπνίζει αρειμανίως / σα φουγάρο: καπνίζει πάρα πολύ
- μου κάπνισε: μου ήρθε κι έκανα μια ξαφνική, απερίσκεπτη ενέργεια
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καπνίζω | κάπνιζα | θα καπνίζω | να καπνίζω | καπνίζοντας | |
| β' ενικ. | καπνίζεις | κάπνιζες | θα καπνίζεις | να καπνίζεις | κάπνιζε | |
| γ' ενικ. | καπνίζει | κάπνιζε | θα καπνίζει | να καπνίζει | ||
| α' πληθ. | καπνίζουμε | καπνίζαμε | θα καπνίζουμε | να καπνίζουμε | ||
| β' πληθ. | καπνίζετε | καπνίζατε | θα καπνίζετε | να καπνίζετε | καπνίζετε | |
| γ' πληθ. | καπνίζουν(ε) | κάπνιζαν καπνίζαν(ε) |
θα καπνίζουν(ε) | να καπνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κάπνισα | θα καπνίσω | να καπνίσω | καπνίσει | ||
| β' ενικ. | κάπνισες | θα καπνίσεις | να καπνίσεις | κάπνισε | ||
| γ' ενικ. | κάπνισε | θα καπνίσει | να καπνίσει | |||
| α' πληθ. | καπνίσαμε | θα καπνίσουμε | να καπνίσουμε | |||
| β' πληθ. | καπνίσατε | θα καπνίσετε | να καπνίσετε | καπνίστε | ||
| γ' πληθ. | κάπνισαν καπνίσαν(ε) |
θα καπνίσουν(ε) | να καπνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καπνίσει | είχα καπνίσει | θα έχω καπνίσει | να έχω καπνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καπνίσει | είχες καπνίσει | θα έχεις καπνίσει | να έχεις καπνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καπνίσει | είχε καπνίσει | θα έχει καπνίσει | να έχει καπνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καπνίσει | είχαμε καπνίσει | θα έχουμε καπνίσει | να έχουμε καπνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καπνίσει | είχατε καπνίσει | θα έχετε καπνίσει | να έχετε καπνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καπνίσει | είχαν καπνίσει | θα έχουν καπνίσει | να έχουν καπνίσει |
| |
Μεταφράσεις
προκαλώ καπνό
κάνω χρήση τσιγάρου
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
καπνίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
