Ισπανία

η σημαία της Ισπανίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ισπανία | οι | Ισπανίες |
| γενική | της | Ισπανίας | των | Ισπανιών |
| αιτιατική | την | Ισπανία | τις | Ισπανίες |
| κλητική | Ισπανία | Ισπανίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Ισπανίας στην Ευρώπη.
Ετυμολογία
- Ισπανία < αρχαία ελληνική Ἱσπανία < φοινικική i-shapan (η χώρα των μυγαλών)
Κύριο όνομα
Ισπανία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ιβηρική Χερσόνησο, με πρωτεύουσα τη Μαδρίτη, επίσημη γλώσσα την ισπανική και νόμισμα το ευρώ (παλιότερα, την πεσέτα)
Σύνθετα
- Ισπανοεβραίος
- ισπανομαθής
- ισπανοτραφής
- ισπανόφιλος
- ισπανόφωνος
-
Ισπανία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ισπανία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.