σημαία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σημαία | οι | σημαίες |
| γενική | της | σημαίας | των | σημαιών |
| αιτιατική | τη | σημαία | τις | σημαίες |
| κλητική | σημαία | σημαίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σημαία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σημαία (στρατιωτικό λάβαρο)[1] < αρχαία ελληνική σῆμα [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈme.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μαί‐α
Ουσιαστικό
σημαία θηλυκό
- κομμάτι ορθογώνιου υφάσματος, που με τα χρώματα και τα σχέδιά του αποτελεί σύμβολο κράτους, κόμματος, ομάδας κ.λπ.
- ↪ η γαλανόλευκη σημαία: η σημαία της Ελλάδας
- ↪ η αμερικανική σημαία: η σημαία των ΗΠΑ, η αστερόεσσα
- ↪ μεσίστια σημαία: σύμβολο πένθους
- ※ 1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
- Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
- (μεταφορικά) το σύμβολο (πρόσωπο ή μη) μιας προσπάθειας, μιας ομάδας, ενός χώρου
- ↪ Θα κάνομε την ισότητα και την δικαιοσύνη σημαία στον αγώνα μας!
- ↪ Το όνομά του είναι σημαία για τους απανταχού ομοϊδεάτες του.
- στα ταξί, μεταλλικό φωτεινό εξάρτημα που δείχνει στους πεζούς εάν το ταξί είναι ελεύθερο ή όχι
- πάγια χρέωση (σε αντιδιαστολή με την ταρίφα, την χρονοχρέωση, το επιπλέον κόστος, τα έξτρα• πλέον όχι μόνο για το ταξί)
- (επιστήμη υπολογιστών) παράμετρος εντολής στη διεπαφή γραμμής εντολής που ενεργοποιεί μια διαφορετική συμπεριφορά της εντολής από την προκαθορισμένη (default)
Εκφράσεις
- καλούμαι υπό τας σημαίας: επιστρατεύομαι
- κάνω κάτι σημαία μου : κάνω κάτι έμβλημά μου
- κρατάω ψηλά τη σημαία : συνεχίζω να αγωνίζομαι, δεν παραιτούμαι
- λευκή σημαία: το σύμβολο ανακωχής
- μαύρη σημαία: σύμβολο των αναρχικών, των απεργών, των πειρατών, του πένθους
- παίρνω άδεια από τη σημαία : απομακρύνομαι από το στρατόπεδο ή το χώρο εργασίας μου, χωρίς να ζητήσω άδεια από τον αξιωματικό ή τον διευθυντή
- τάσσομαι υπό την σημαίαν: προσχωρώ στην πλευρά/παράταξη κάποιου
- υπό ελληνική / ξένη σημαία : υπό ελληνική / ξένη κυριαρχία
- υψώνω τη σημαία
Συγγενικά
- σημαιάκι
- σημαιούλα
Μεταφράσεις
σημαία
Αναφορές
- σημαία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σημαίᾱ | αἱ | σημαῖαι |
| γενική | τῆς | σημαίᾱς | τῶν | σημαιῶν |
| δοτική | τῇ | σημαίᾳ | ταῖς | σημαίαις |
| αιτιατική | τὴν | σημαίᾱν | τὰς | σημαίᾱς |
| κλητική ὦ! | σημαίᾱ | σημαῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σημαίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σημαίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σημαία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σημαία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.