ισπανοτραφής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισπανοτραφής | η | ισπανοτραφής | το | ισπανοτραφές |
| γενική | του | ισπανοτραφούς* | της | ισπανοτραφούς | του | ισπανοτραφούς |
| αιτιατική | τον | ισπανοτραφή | την | ισπανοτραφή | το | ισπανοτραφές |
| κλητική | ισπανοτραφή(ς) | ισπανοτραφής | ισπανοτραφές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισπανοτραφείς | οι | ισπανοτραφείς | τα | ισπανοτραφή |
| γενική | των | ισπανοτραφών | των | ισπανοτραφών | των | ισπανοτραφών |
| αιτιατική | τους | ισπανοτραφείς | τις | ισπανοτραφείς | τα | ισπανοτραφή |
| κλητική | ισπανοτραφείς | ισπανοτραφείς | ισπανοτραφή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ισπανοτραφής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.