ισπανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισπανόφωνος | η | ισπανόφωνη | το | ισπανόφωνο |
| γενική | του | ισπανόφωνου | της | ισπανόφωνης | του | ισπανόφωνου |
| αιτιατική | τον | ισπανόφωνο | την | ισπανόφωνη | το | ισπανόφωνο |
| κλητική | ισπανόφωνε | ισπανόφωνη | ισπανόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισπανόφωνοι | οι | ισπανόφωνες | τα | ισπανόφωνα |
| γενική | των | ισπανόφωνων | των | ισπανόφωνων | των | ισπανόφωνων |
| αιτιατική | τους | ισπανόφωνους | τις | ισπανόφωνες | τα | ισπανόφωνα |
| κλητική | ισπανόφωνοι | ισπανόφωνες | ισπανόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ισπανόφωνος, -η, -ο
Συγγενικά
- ισπανοφωνία
Πηγές
- ισπανόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.