ισπανόφωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισπανόφωνος η ισπανόφωνη το ισπανόφωνο
      γενική του ισπανόφωνου της ισπανόφωνης του ισπανόφωνου
    αιτιατική τον ισπανόφωνο την ισπανόφωνη το ισπανόφωνο
     κλητική ισπανόφωνε ισπανόφωνη ισπανόφωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισπανόφωνοι οι ισπανόφωνες τα ισπανόφωνα
      γενική των ισπανόφωνων των ισπανόφωνων των ισπανόφωνων
    αιτιατική τους ισπανόφωνους τις ισπανόφωνες τα ισπανόφωνα
     κλητική ισπανόφωνοι ισπανόφωνες ισπανόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισπανόφωνος < Ισπαν(ός) + -ό- + -φωνος
Η λέξη μαρτυρείται από το 1891

Επίθετο

ισπανόφωνος, -η, -ο

  1. που έχει ως μητρική γλώσσα τα ισπανικά
  2. που μιλά ισπανικά, που τα ισπανικά έχουν καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα
    ισπανόφωνοι πληθυσμοί της Αμερικής

Συγγενικά

  • ισπανοφωνία

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.