πεσέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεσέτα οι πεσέτες
      γενική της πεσέτας των πεσετών
    αιτιατική την πεσέτα τις πεσέτες
     κλητική πεσέτα πεσέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κέρμα μιας πεσέτας (1980)

Ετυμολογία

πεσέτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική peseta < peso < λατινική pensum < penso < pendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen(d)-

Ουσιαστικό

πεσέτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.