σερβοκροατικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | σερβοκροατικά | ||
| γενική | των | σερβοκροατικών | ||
| αιτιατική | τα | σερβοκροατικά | ||
| κλητική | σερβοκροατικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σερβοκροατικά < ουδέτερο του πληθυντικού του σερβοκροατικός
Ουσιαστικό
σερβοκροατικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Κροατία και την Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που ανήκει στη νότια ομάδα των σλαβικών γλωσσών. Στη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Βοσνία χρησιμοποιούνται, και το λατινικό, και το κυριλλικό αλφάβητο, ενώ στην Κροατία χρησιμοποιείται μόνο το λατινικό.
Σημειώσεις
- κωδικός ISO: sh
Χωρίζεται σε
- Κατηγορία:Σερβική γλώσσα (κωδικός: sr)
- Κατηγορία:Κροατική γλώσσα (κωδικός: hr)
- Κατηγορία:Βοσνιακή γλώσσα (κωδικός: bs)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σερβοκροατικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.