ναουρού
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναουρού < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ναουρού άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γλώσσα που μιλιέται στο νησί Ναουρού στο νότιο Ειρηνικό (κωδικός na)
-
Ναουρού στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.