Σπανιόλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπανιόλος | οι | Σπανιόλοι |
| γενική | του | Σπανιόλου | των | Σπανιόλων |
| αιτιατική | τον | Σπανιόλο | τους | Σπανιόλους |
| κλητική | Σπανιόλε | Σπανιόλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σπανιόλος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.