ευρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευρώ < Ευρώπη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ευρώ ουδέτερο άκλιτο
- (νόμισμα) το επίσημο κοινό νόμισμα δεκαεννέα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ανήκουν και στην Ευρωζώνη· χρησιμοποιείται και σε άλλες χώρες, ως κύριο ή δευτερεύον νόμισμα
- σύμβολο: €
Συγγενικά
- δεκάευρο
- διακοσάευρο
- δίευρο
- εικοσάευρο
- εικοσιπεντάευρο
- κατοστάευρο
- πενηντάευρο
- πεντάευρο
- πεντακοσάευρο
- ευρώπουλο
- ευρουλάκι
- → δείτε τη λέξη Ευρώπη
| Τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
|---|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
