-ιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ιστής οι -ιστές
      γενική του -ιστή των -ιστών
    αιτιατική τον -ιστή τους -ιστές
     κλητική -ιστή -ιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ιστής < [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στής

Επίθημα

-ιστής αρσενικό (θηλυκό -ίστρια)

  1. άλλη μορφή του -τής (& θηλυκό σπανίως (λαϊκότροπα) -ίστρα)
    ρυθμίζω > ρυθμισ-τής > ρυθμιστής
    μετασχηματίζω > μετασχηματιστής
    ξεμυαλίζω > ξεμυαλιστής, θηλ. ξεμυαλίστρα
  2. επίθημα που δηλώνει τον οπαδό μιας θεωρίας, θρησκείας, πολιτικής ιδεολογίας ή τον επιστήμονα τον ειδικευμένο σε έναν τομέα
    ανθρωπιστής, θηλ. ανθρωπίστρια
    βουδιστής, θηλ. βουδίστρια
    ελληνιστής, θηλ. ελληνίστρια

όπως

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.