γεμίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεμίστρια οι γεμίστριες
      γενική της γεμίστριας των γεμιστριών
    αιτιατική τη γεμίστρια τις γεμίστριες
     κλητική γεμίστρια γεμίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεμίστρια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γεμίστρια θηλυκό

  • (στρατιωτικός όρος) το μηχανικό τμήμα το οποίο τροφοδοτεί ένα μη φορητό όπλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.