οπαδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οπαδός οι οπαδοί
      γενική του/της οπαδού των οπαδών
    αιτιατική τον/την οπαδό τους/τις οπαδούς
     κλητική οπαδέ οπαδοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπαδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπαδός (δωρικός, αττικός τύπος: ὀπηδός) συνοδός, ακόλουθος[1] < ὀπάζω < ἔπομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /o.paˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οπαδός

Ουσιαστικό

οπαδός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που ακολουθεί μια κίνηση ή μια ιδεολογία
     συνώνυμα: θιασώτης
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που παθιάζεται υπέρμετρα ή φανατίζεται με μία ομάδα ή οργάνωση

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.