θερίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερίστρια | οι | θερίστριες |
| γενική | της | θερίστριας | των | θεριστριών |
| αιτιατική | τη | θερίστρια | τις | θερίστριες |
| κλητική | θερίστρια | θερίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
θερίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.