ανθρωπίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθρωπίστρια | οι | ανθρωπίστριες |
| γενική | της | ανθρωπίστριας | των | ανθρωπιστριών |
| αιτιατική | την | ανθρωπίστρια | τις | ανθρωπίστριες |
| κλητική | ανθρωπίστρια | ανθρωπίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθρωπίστρια < ανθρωπιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
ανθρωπίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.