ξεμυαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεμυαλίζω < ξε- + μυαλό + -ίζω

Ρήμα

ξεμυαλίζω, πρτ.: ξεμυάλιζα, στ.μέλλ.: θα ξεμυαλίσω, αόρ.: ξεμυάλισα, παθ.φωνή: ξεμυαλίζομαι, μτχ.π.π.: ξεμυαλισμένος

  • παίρνω τα μυαλά κάποιου, τον παραπλανώ με γοητευτικές προτάσεις, τον κάνω να μη σκέφτεται λογικά

Συνώνυμα


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.