θετικίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θετικίστρια οι θετικίστριες
      γενική της θετικίστριας των θετικιστριών
    αιτιατική τη θετικίστρια τις θετικίστριες
     κλητική θετικίστρια θετικίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θετικίστρια < θετικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

θετικίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  θετικιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.