θετικιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θετικιστής | οι | θετικιστές |
| γενική | του | θετικιστή | των | θετικιστών |
| αιτιατική | τον | θετικιστή | τους | θετικιστές |
| κλητική | θετικιστή | θετικιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θετικιστής < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
θετικιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.